- ἤκμασαν
- ἀκμάζωto be in full bloomaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλιασμός — Μυστικοθρησκευτική αντίληψη, που εκφράζει την πίστη στην έλευση μιας εγκόσμιας βασιλείας του Χριστού στη γη πριν από την τελική κρίση, η οποία θα διαρκούσε 1.000 χρόνια και θα αντιπροσώπευε μια εποχή ειρήνης και ευτυχίας για όλους τους δίκαιους,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
τροπάρι — Είδος σύντομου εκκλησιαστικού ύμνου, που ψάλλεται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Τ. ονομάστηκαν θρησκευτικοί ύμνοι, είτε από τον διάφορο τρόπο (ήχο) που ψάλλονται, είτε από τους τρόπους, δηλαδή τα ήθη των αγίων που υμνούνται με αυτά, είτε, τέλος … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Χρυσάφης, Μανουήλ — Δύο Βυζαντινοί μουσικοδιδάσκαλοι και υμνογράφοι, που ήκμασαν μετά την Άλωση. 1. Ο Παλαιός. Μουσικός και υμνογράφος του 15ου 16ου αι. Κατά την Άλωση χρημάτισε αριστερός ψάλτης της Αγίας Σοφίας και έγραψε εκκλησιαστικούς ύμνους, τους οποίους… … Dictionary of Greek